ψιακί

ψιακί
και ψιάκι και ψακί, το, Ν
δηλητήριο, φαρμάκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο τ. *ψιάκιον, υποκορ. τού αρχ. ψίαξ*, -ακος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ψιάκι — το, Ν βλ. ψιακί …   Dictionary of Greek

  • ψιακή — και ψακή, η, Ν το ψιακί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψιακί (το), με αλλαγή γένους] …   Dictionary of Greek

  • ψιακούτης — και ψακούτης, α, ικο, Ν [ψιακί] 1. δηλητηριώδης 2. μτφ. (για πρόσ.) πολύ κακός …   Dictionary of Greek

  • ψιακώνω — και ψακώνω Ν [ψιακί] δηλητηριάζω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”